- ναστοκόπος
- ναστοκόπος, -ον (Α)αυτός που τρώει ναστούς ή που κόβει ναστούς, πίτες που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «πίτα» + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. καλαμο-κόπος, μελο-κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναστοκόπος — cutting up cakes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)